Pages

Translate

Wednesday, November 27, 2013

Autumn walk in Coole Park/ Φθινοπωρινός περίπατος στο πάρκο Coole





Θυμάμαι καλά: ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια όταν πρωτοδιάβασα τους "Αγριόκυκνους στο Coole" του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς στην Αθήνα και έμαθα ανάμεσα σε άλλα οτι το Κουλ ανήκε στην Λαίδη Γκρέγκορι και αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς συγγραφείς και διανοούμενους της εποχής, από τον Ο'Κάσει μέχρι τον Σο. Μερικά χρόνια αργότερα, επισκέφτηκα το μέρος για πρώτη αξέχαστη και εμβληματική φορά. Συνεπαρμένη από την αβάσταχτη φυσική ομορφιά του τοπίου από τη μια, χωρίς να κρύβω την συγκίνηση μου από την άλλη, το ποίημα τώρα είχε άλλο νόημα: περπατούσα στα μονοπάτια που ιχνηλάτησε ο ποιητής πριν βγει στο φως, εκεί που λίμνη και ουρανός γίνονται ένα, ασημένιος ορίζοντας καθρεφτισμένος στα φτερά των αέναων κύκνων που μελαγχόλησαν τον Γουίλιαμ εκατό χρόνια πριν. Χτυπήθηκα κι εγώ από ένα είδος χαρούμενης μελαγχολίας:

Όμορφα τα δέντρα το φθινόπωρο,  
Ξερά τα μονοπάτια,
Κάτω απ’ του Οκτώβρη το λυκόφως, το νερό
Καθρεφτίζει έναν αρυτίδωτο ουρανό.
Και στης λίμνης τα χείλη, ανάμεσα σε πέτρες και νερά,
Πενήντα κύκνοι βρίσκονται και εννιά.
Τα δεκαεννιά φθινόπωρα με ’φτάσαν
Από τότε που άρχισα να τους μετρώ
Και πριν καλά καλά το μέτρημα τελειώσω, 
Είδα ξάφνου το βουερό τους το φτερό
Να τους σηκώνει σε μεγάλα δαχτυλίδια, 
Λίγο πριν σκορπίσουν, ψηλά στον ουρανό.
Τα μάτια μου έχουν δει τα υπέροχα αυτά πλάσματα 
Και έκτοτε η καρδιά μου είναι πικραμένη.
Όλα έχουν αλλάξει από κείνη τη φορά 
Όταν στην όχθη, μέσα στο  λυκόφως, τους άκουσα.
Και ο χτύπος των φτερών τους ψηλά στον ουρανό, 
Έκανε το βήμα μου στη γη πιο ελαφρό.
Ακούραστοι εραστές και ερωμένες
Παίζουν στα παγωμένα τα νερά, 
Στο ήρεμο το ρέμα ή σκαρφαλώνουν ουρανούς
Οι καρδιές τους δεν γεράσαν, 
το πάθος και η κατάκτηση μαζί τους ταξιδεύουν, 
και στο ταξίδι τους, γλυκά τους προστατεύουν.
Μα τώρα τριγυρνούν στ’ ακίνητο νερό,
Με μυστήριο λουσμένοι κι ομορφιά
Σε ποια καλάμια ανάμεσα θα χτίσουν τις φωλιές τους;
σε ποια όχθη, σε ποια κρήνη
και ποιων ανθρώπων θα ομορφαίνουν τη ματιά, 
όταν ξυπνήσω μια μέρα και δω πως ’φύγαν ξαφνικά;

Ο χρόνος σε fast forward. Το πρώτο φωτογραφικό μέρος μας οδηγεί μέχρι το μακρύ μονοπάτι των "επτά δασών" σπαρμένο με φύλλα σε εκατοντάδες χρωματικούς τόνους της ώχρας και ποιήματα χαραγμένα σε ασβεστόλιθους, πριν συναντήσουμε τους "αγριόκυκνους" που δεν "φεύγουν" ποτέ. Στο δεύτερο μέρος, θα βγούμε στο φώς.

I remember it well: I was a first year undergraduate student when I read W.B.Yeats' "The Wild Swans at Coole" for the first time in Athens and learned among other things that Coole was owned by Lady Gregory and that it had attracted  a myriad of writers and intellectuals from O'Casey to Shaw. A few years later, I visited the place for the first, unforgettable, and symbolic time. Carried away by its unbearable natural beauty on the one hand, without hiding how overwhelmed I felt on the other, the poem had acquired a new meaning: I was walking along the paths the poet had traced before he came towards the light, there where the lake and the sky become one, a silver horizon mirrored on the wings of the eternal swans which made William melancholic one hundred years earlier. I was struck too by a kind of happy melancholia:



'The trees are in their autumn beauty,
The woodland paths are dry,
Under the October twilight the water
Mirrors a still sky;
Upon the brimming water among the stones
Are nine-and-fifty swans.
The nineteenth autumn has come upon me
Since I first made my count;
I saw, before I had well finished,
All suddenly mount
And scatter wheeling in great broken rings
Upon their clamorous wings.
I have looked upon those brilliant creatures,
And now my heart is sore.
All's changed since I, hearing at twilight,
The first time on this shore,
The bell-beat of their wings above my head,
Trod with a lighter tread.
Unwearied still, lover by lover,
They paddle in the cold
Companionable streams or climb the air;
Their hearts have not grown old;
Passion or conquest, wander where they will,
Attend upon them still.
But now they drift on the still water,
Mysterious, beautiful;
Among what rushes will they build,
By what lake's edge or pool
Delight men's eyes when I awake some day
To find they have flown away?


Time on fast forward:the first photographic part leads us up to the long path of the "Seven woods" strewn with leaves in a hundred shades of sepia and poems engraved on limestone, before we encounter the "wild swans" that never "fly away." In the second part, we will come towards the light. 









No comments:

Post a Comment